Contents

« Prev Job 17 Next »

Chapter 17

1Το πνευμα μου φθειρεται, αι ημεραι μου σβυνονται, οι ταφοι ειναι ετοιμοι δι' εμε. 2Δεν ειναι χλευασται πλησιον μου; και δεν διανυκτερευει ο οφθαλμος μου εν ταις πικριαις αυτων; 3Ασφαλισον με, δεομαι· γενου εις εμε εγγυητης πλησιον σου· τις ηθελεν εγγυηθη εις εμε; 4Διοτι συ εκρυψας την καρδιαν αυτων απο συνεσεως· δια τουτο δεν θελεις υψωσει αυτους. 5Του λαλουντος με απατην προς τους φιλους, και οι οφθαλμοι των τεκνων αυτου θελουσι τηκεσθαι. 6Και με κατεστησε παροιμιαν των λαων· και ενωπιον αυτων κατεσταθην ονειδος. 7Και ο οφθαλμος μου εμαρανθη υπο της θλιψεως, και παντα τα μελη μου εγειναν ως σκια. 8Οι ευθεις θελουσι θαυμασει εις τουτο, και ο αθωος θελει διεγερθη κατα του υποκριτου. 9Ο δε δικαιος θελει κρατει την οδον αυτου, και ο καθαρος τας χειρας θελει επαυξησει την δυναμιν αυτου. 10σεις δε παντες επιστραφητε, και ελθετε τωρα· διοτι ουδενα συνετον θελω ευρει μεταξυ σας. 11Αι ημεραι μου παρηλθον, εκοπησαν οι σκοποι μου, αι επιθυμιαι της καρδιας μου. 12Την νυκτα μετεβαλον εις ημεραν· το φως ειναι πλησιον του σκοτους. 13Εαν προσμενω, ο ταφος ειναι η κατοικια μου· εστρωσα την κλινην μου εν τω σκοτει. 14Εβοησα προς την φθοραν, Εισαι, πατηρ μου· προς τον σκωληκα, Μητηρ μου και αδελφη μου εισαι. 15Και που τωρα η ελπις μου; και την ελπιδα μου τις θελει ιδει; 16εις το βαθος του αδου θελει καταβη· βεβαιως θελει αναπαυθη μετ' εμου εν τω χωματι.

« Prev Job 17 Next »
VIEWNAME is workSection